- βραχυσύλλαβος
- βρᾰχυ-σύλλᾰβος, ον,A of short syllables, D.H.Comp.17, Longin.41.3; χρόνος, occupied by a 'short', Bacch. Harm.94.2 of the pulse, with rapid rhythm, Ruf.Syn.Puls. 4.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βραχυσύλλαβος — βραχυσύλλαβος, ον (Α) με βραχεία συλλαβή … Dictionary of Greek
βραχυσύλλαβος — of short syllables masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυσύλλαβον — βραχυσύλλαβος of short syllables masc/fem acc sg βραχυσύλλαβος of short syllables neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυσυλλάβου — βραχυσύλλαβος of short syllables masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυσυλλάβους — βραχυσύλλαβος of short syllables masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυσυλλάβῳ — βραχυσύλλαβος of short syllables masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυσύλλαβα — βραχυσύλλαβος of short syllables neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek